Η Ικαρία είναι ένα νησί του Ανατολικού Αιγαίου, στο Ικάριο Πέλαγος, με μήκος 10χλμ και πλάτος 3 – 9χλμ. Η ακτογραμμή της Ικαρίας είναι ομαλή, αφού το ίδιο το νησί είναι μια βουνοκορφή από την οποία δεν ξεκινούν παρακλάδια που θα δημιουργούσαν κολπίσκους και φυσικά λιμανάκια. Η Ικαρία είναι εκτεθειμένη στα βορειοανατολικά μελτέμια, καθιστώντας έτσι το Ικάριο Πέλαγος μια από τις πιο άγριες θάλασσες του Αιγαίου.
Στην Ικαρία υπάρχουν σημάδια πρώιμων οικισμών. Ένας ντόπιος πληθυσμός του Αιγαίου που άλλοτε αναφέρεται ως Πελασγοί, άλλοτε ως Κάρες, μπορεί να κατοίκησε το νησί. Η έλλειψη φυσικών λιμανιών και καλλιεργήσιμης γης καθώς και η σφοδρότητα των μελτεμιών, ήταν οι λόγοι που η Ικαρία δεν έγινε κέντρο αιγιακού νεολιθικού πολιτισμού. Δεν υπάρχουν ενδείξεις Μυκηναϊκού πολιτισμού και ενώ ο Όμηρος αναφέρεται στο Ικάριο Πέλαγος και στον Πράμνιο οίνο της Ικαρίας, δεν αναφέρεται ειδικά στο νησί. Γύρω στα 700 π.Χ η Μιλητός ίδρυσε οικισμούς στην Ικαρία. Ο ναός της Αρτέμιδος στο Να και η έξοχη ταφική στήλη, αν πράγματι αυτό πρόκειται, που βρέθηκε στο Κατυφύδιον, δείχνουν ότι η Ικαρία ήταν μεγάλης σημασίας και στην προκλασσική εποχή. Αναδείχτηκε ως σημαντικός οικισμός των Ελλήνων στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ.
Το 478 π.Χ. η Οινόη, στη βόρεια πλευρά του νησιού, απέδωσε ένα και ένα τρίτο τάλαντα (το νόμισμα της εποχής) στην Αθηναϊκή Συμμαχία. Για τον 5ο αιώνα π. Χ. ήταν σημαντικό ποσό και τοποθετούσε την Οινόη στο 30% των πόλεων που απέδιδαν τους υψηλότερους φόρους. Οι Θέρμες, από την άλλη, συνέβαλαν στα δύο τρίτα ενός τάλαντου, οπότε ο φόρος των δύο πόλεων ανερχόταν στα δύο τάλαντα περίπου.
Τον 5ο αιώνα π.Χ. ένα τάλαντο χρηματοδοτούσε την κατασκευή μια τριήρους, του πιο σπουδαίου πολεμικού πλοίου της εποχής. Η Ικαρία, συνεπώς, συνεισέφερε στη Συμμαχία επαρκή χρήματα για την κατασκευή δύο πλοίων το χρόνο.
Είναι απορίας άξιο ότι το 449 π.Χ. οι απαρχές αναφέρουν ότι η συνεισφορά της Οινόης μειώθηκε κατά 25% και το 448 π.Χ. κατά 25% επιπλέον. Πιθανόν η μείωση να είχε σχέση με την Καλλίειο ειρήνη του 449/448 π.Χ. όταν οι Αθηναίοι ήρθαν σε συνεννόηση με τους Πέρσες, καταργώντας έτσι την ανάγκη για μεγάλο στόλο στο Αιγαίο. Οι Αθηναίοι, ωστόσο, δεν είχαν καμία πρόθεση να καταργήσουν εντελώς την φορολογία. Την ίδια ακριβώς εποχή οι Σάμιοι αντιτάχθηκαν στην πολιτική φορολογίας των Αθηναίων. Εάν ευχών μπει και Ικαριώτες, σε αυτήν την επανάσταση, υπήρχε περίπτωση οι Αθηναίοι να είχαν κατασχέσει γη στην περιοχή του Κάμπου και να ίδρυαν τις κληρουχίες, όπως έκαναν και στη Σάμο. Το 432 π.Χ., εκεί που τελειώνει δηλαδή η καταγραφή των φόρων, η συνεισφορά της Οινόης είχε αυξηθεί πάλι κατά 25%.
Η Επιγραφή παρέχει επίσης και κάποιες ενδείξεις για τον πληθυσμό του νησιού. Πιστεύεται ότι οι Αθηναίοι επέβαλαν φόρο ενός τάλαντου για κάθε 800 ενήλικους άρρενες πολίτες. Η συνολική συνεισφορά της Ικαρίας την εποχή της ακμής της ήταν σχεδόν δύο τάλαντα, συνεπώς υπήρχαν 1600 άνδρες. Εάν υποθέσουμε ότι κάθε άνδρας ήταν επικεφαλής οικογένειας πέντε μελών, έχουμε συνολικά 8000 άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Μπορούμε να υπολογίσουμε και περίπου 4000 δούλους που ασχολούνταν με τη βοσκή των ζώων και την αμπελοκομία. Ο συνολικός πληθυσμός λοιπόν θα ανερχόταν περίπου στους 12.800 κατοίκους, όσους είχε δηλαδή το νησί στα τέλη του 19ου αιώνα.
Η Επιγραφή επιβεβαιώνει τη σημασία της Ικαρίας τον 5ο αιώνα π.Χ. δεν γνωρίζουμε ωστόσο σε τι ακριβώς στηριζόταν αυτή η φήμη. Υπήρχε μεγάλη εκτίμηση για το κρασί της Ικαρίας την ελληνιστική εποχή, τότε που το εμπόριο του οίνου απέδιδε μεγάλα κέρδη και αναμφίβολα είχε υπάρξει πηγή ευημερίας για την Ικαρία και κατά τον 5ο αιώνα π.Χ. Ενώ άλλες περιοχές μεγάλης παραγωγής οίνου έχουν αφήσει χαρακτηριστικές σφραγίδες πάνω στους αμφορείς, παραδόξως, δεν έχει βρεθεί ούτε μία τέτοια σφραγίδα σε αμφορείς της Ικαρίας μέχρι σήμερα. Είναι αξιοσημείωτο ότι για ένα πλούσιο νησί με περίπου 12.000 πληθυσμό δεν προκύπτουν περισσότερα αρχαιολογικά στοιχεία.
Από την Ικαρία καταγόταν ο περιορισμένης εμβέλειας συγγραφέας Επαρχίδης, που δημιούργησε κατά το 300 π.Χ. Μόνο τρία αποσπάσματα από την Ιστορία του διασώζονται όμως. Στα αποσπάσματά του αναφέρει ότι καθώς ο Ευριπίδης ταξίδευε στην Ικαρία, έγινε μάρτυρας του θανάτου μιας μητέρας και των παιδιών της από την κατάποση δηλητηριωδών μανιταριών. Οι δύο άλλες αναφορές του Επαρχίδη στο νησί έχουν σχέση με το κρασί του νησιού. Φαίνεται πως ο Επαρχίδης προσπαθούσε να διαφημίσει τα Ικαριώτικα προϊόντα, ειδικά το κρασί, το οποίο έχαιρε μεγάλης εκτίμησης στην ανθηρή οικονομία της ελληνιστικής εποχής.
Πριν το τέλος της ελληνιστικής εποχής, η Ικαρία χάνεται από τις σελίδες της Ιστορίας. Προφανώς το νησί σχεδόν εγκαταλείφθηκε και το χρησιμοποιούσαν κυρίως οι Σάμιοι για να βόσκουν εκεί τα πρόβατά τους. Όταν μάλιστα ο Πλήνιος ο Νεότερος επισκέφτηκε το νησί γύρω στο 100 μ.Χ. περιέγραψε έναν ερημωμένο τόπο.
Κατά την Βυζαντινή εποχή υπήρξε μια σχετική αναβίωση του πολιτισμού στο νησί. Οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου ίδρυσαν τα θέματα, στρατιωτικές περιοχές, και μέχρι το 10ο αιώνα το θέμα της Σάμου προμήθευε τον Αυτοκράτορα με πλοία και περιπολούσε την περιοχή. Ο Εύδηλος, μια πόλη κοντά στην Οινόη, άνθισε σε αυτό το σημαντικό ναυτικό θέμα και μπορεί να λειτουργούσε ως δευτερεύον ναυπηγείο. Το 1050 οι βυζαντινές αρχές έκλεισαν τα ναυπηγεία του Αιγαίου και μετέθεσαν την κατασκευή των πλοίων του Βυζαντίου στην Κωνσταντινούπολη, το πρώτο και σημαντικότερο λιμάνι της αυτοκρατορίας. Η Σάμος έπαψε να αποτελεί ναυτικό κέντρο και όλη η περιοχή έπεσε σε παρακμή. Οι κάτοικοι της Ικαρίας, αποσύρθηκαν στο δασώδες και απρόσιτο εσωτερικό του νησιού. Η επιδρομή των Τούρκων στη Μικρά Ασία τον 11ο αιώνα πυροδότησε ένα κύμα μετανάστευσης, αναγκάζοντας πολλούς Έλληνες να τραπούν σε φυγή, αναζητώντας καταφύγιο στα νησιά του Αιγαίου. Καθώς μεγάλωνε η Τουρκική απειλή, η Ικαρία αποτελούσε ένα ασφαλές λιμάνι.
Η Ικαρία ήταν υπό την κατοχή της Γένοβας από το 1325 ως το 1481 και μετά υπό την κυριαρχία των Ιπποτών του Αγ. Ιωάννη από το 1481 ως το 1521. Λίγα είναι τα στοιχεία που έχουμε από αυτήν την περίοδο. Λέγεται ότι οι Καριώτες σκότωσαν έναν Οθωμανό φοροεισπράκτορα και μετά υποτάχθηκαν στην οθωμανική εξουσία. Κάποια στοιχεία μαθαίνουμε από ξένους ταξιδευτές όπως τους Castilan Ruy Gonzalez de Clavjo, J. Maurand και Pierre Belon. Ο Πίρι Ρέις, ανηψιός του μεγάλου ναυάρχου Κεμάλ και αναγνωρισμένος χαρτογράφος, γνωστός για το χάρτη του Νέου Κόσμου, χαρτογράφησε λεπτομερώς και το Αιγαίο με σχόλια στο Book of Sea Lore, που συμπεριλαμβάνει ένα χάρτη της Ικάριας και μια σύντομη περιγραφή του νησιού. Το 1670 περίπου ο επίσκοπος της Σάμου Ιωσήφ Γεωργιρήνης (Joseph Georgirenes) επισπεύτηκε την Ικαρία και περιέγραψε τις συνθήκες διαβίωσης στο βιβλίο «Μια περιγραφή της Πάτμου, Σάμου Νικαρίας και του Όρους ΄Αθως» (Λονδίνο, 1677). Είναι αδιαμφισβήτητα αυθεντικό, αν και κάπως υπερβολικό σε κάποια σημεία, αρκετά ακριβές και τεκμηριώνεται από έγγραφα του 17ου αιώνα της Ικαρίας. (Α. Τσέλικας, «Ικαριακά Έγγραφα του 16ου και 17ου αιώνα από το αρχείο της παν-Ικαρικής αδελφότητας Αθηνών» (Αθήνα, 2000). Ο Γεωργιρήνης ωστόσο υπερβάλλει για την απομόνωση και την πρωτόγονη κατάσταση του νησιού. Η κακή φήμη των Ικαριωτών στο Αιγαίο ήταν αποτέλεσμα όχι μόνο των λεγόμενων του Γεωργιρήνη, αλλά και των Σαμιωτών, οι οποίοι κατά το ΄Αγγλο ταξιδευτή Bernard Randolph γύρω στα 1675 να μην πάει στην Ικαρία “γιατί όταν ο Θεός δημιούργησε το Αιγαίο, όρισε την Ικαρία ωε το σκουπιδότοπό του”. Παρόλη την κακή τους φήμη σχετικά με την οπισθοδρομία τους, οι Καρίωτες πίστευαν ότι ήταν απόγονοι των Βυζαντινών αριστοκρατών και είχαν την τάση να περιφρονούν τους άλλους Έλληνες, θεωρώντας τους χωριάτες.
Η οθωμανική κυριαρχία ήταν ήπια: ήταν λιγοστοί οι Οθωμανοί αξιωματούχοι στο νησί και οι Καριώτες παρέμειναν καθ΄ όλη τη διάρκεια του 18ου αιώνα στο κατώτερο επίπεδο φορολογίας. Αυτός πιθανόν να ήταν και ένας λόγος που η Ικαρία δεν έπαιξε μεγάλο ρόλο στην Επανάσταση το ΄21. Μετά από τη σύγκρουση, ο σουλτάνος αναγνώρισε την αφοσίωσή της, κάνοντας κι άλλες φορολογικές παραχωρήσεις. Η οθωμανική διοίκηση όμως πίεσε του Ικαριώτες να καλλιεργήσουν τη γη του και να αναπτύξουν περισσότερο τη γεωργία. Ο L. Ross, ο οποίος επισκέφτηκε την Ικαρία γύρω στο 1840, παρατήρησε τις πρόσφατες εξελίξεις στην γεωργία, αλλά παρόλη την πρόοδο, η Ικαρία δε συμβάδισε με τις σύγχρονες μεθόδους που διαπερνούσαν το Αιγαίο. Στον οδηγό Murray «Η ασιατική Τουρκία, Κωνσταντινούπολη» (Λονδίνο, 1878, δ. 188 – 189) η Ικαρία περιγράφεται ως προς το πιο απομακρυσμένο και φτωχό μέρος της Ελλάδας και οι κάτοικοί του ως οι πιο άπληστοι.
Στις αρχές του 20ου αιώνα, τα δάση της Ικαρίας είχαν αποψιλωθεί και τα ατμόπλοια αντικατέστησαν τα ιστιοφόρα. Οι παραγωγοί κάρβουνου και οι ναύτες άρχισαν να μεταναστεύουν στην Αμερική και τα εμβάσματα που έστελναν στους συγγενείς τους ήταν η κύρια πηγή εισοδήματος για τους κατοίκους. Η Ικαρία ήταν από τα πρώτα νησιά που εκμεταλλεύτηκαν την πτώση της οθωμανικής αυτοκρατορίας μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και τους Βαλκανικούς Πολέμους. Τη νύχτα της 16ης προς 17ης Ιουλίου 1912, οι Καριώτες επαναστάτησαν ενάντια στους Οθωμανούς και ως τη νύχτα της 17ης το νησί είχε πέσει στα χέρια των επαναστατών.
Ο Βενιζέλος, ωστόσο, δεν ήταν σε θέση να προσαρτήσει την Ικαρία στο ελληνικό κράτος επειδή είχε κάνει διάφορες μυστικές συνθήκες ως προετοιμασία για τούς βαλκανικούς πολέμους. Η προσάρτηση της Ικαρίας τη συγκεκριμένη στιγμή θα μπορούσε να δημιουργήσει προβλήματα στις συνεννοήσεις που είχε κάνει και μπορεί να αποδέσμευε τη Βουλγαρία και τη Σερβία από τη συμμαχία που είχαν συνάψει με τους Έλληνες ενάντια στους Τούρκους. Επιπλέον, η ελληνική κυβέρνηση δεν ήθελε ν αποξενώσει τους Ιταλούς, που τότε έκτιζαν τη δωδεκανησιακή τους αυτοκρατορία και θα μπορούσαν να επιθυμήσουν την Ικαρία. Έτσι, η Ικαρία παρέμεινε «η Ελεύθερη Πολιτεία της Ικαρίας» υπό την κυβέρνηση μιας προσωρινής επιτροπής με επικεφαλής τον Ιωάννη Μαλαχία, γιατρό στο επάγγελμα. Εκείνη την εποχή οι Ικαριώτες πέρασαν μεγάλες κακουχίες, μη έχοντας τους οικονομικούς πόρους να διατηρήσουν ατμοπλοϊκή γραμμή προς το νησί, να οπλιστούν για τυχόν τουρκική εισβολή, αλλά και να εισάγουν αρκετή τροφή για τον πληθυσμό της. Στο νησί επικρατούσε οικονομικό και κοινωνικό χάος για να συγκεντρώσει χρήματα, η κυβερνητική επιτροπή εξέδωσε γραμματόσημα που φιλοδοξούσε να γίνουν συλλεκτικά. Αλλά ο Αθηναίος λιθογράφος που προσλήφθηκε για αυτό το σκοπό πλημμύρισε την αγορά με τα Ιιαριώτικα γραμματόσημα. Έτσι, αυτό το σχέδιο, μαζί με άλλα πολλά, δεν κατάφερε να συγκεντρώσει τα απαιτούμενα χρήματα. Η Ικαρία τελικά προσχώρησε στο ελληνικό κράτος στις 4 Νοεμβρίου, όταν η τορπιλάκατος «Θύελλα», υπό τον αντιναύαρχο Α. Βλαχόπουλο, κατέπλευσε στην Ικαρία. Η οικονομία του νησιού, που ήταν φυσικά περισσότερο συνδεδεμένη με τη Μικρά Ασία, παρά με την Αθήνα, καταστράφηκε πια ολοσχερώς. Η πλειοψηφία του κόσμου πίστευε ότι η ελληνική κυβέρνηση τους είχε εγκαταλείψει και πολλοί στράφηκαν σε ριζοσπαστικά πολιτικά κόμματα. Κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, η Ικαρία είχε από τα πιο υψηλά ποσοστά λιμοκτονίας σε ολόκληρη την Ελλάδα. Οι Ικαριώτες πρόβαλαν μεγάλη αντίσταση προς τη γερμανική και ιταλική κατοχή και το κίνημα της Εθνικής Αντίστασης στο νησί ήταν πολύ ισχυρό. Μετά τον πόλεμο, η ελληνική κυβέρνηση έστειλε περίπου 15.000 πολιτικούς κρατούμενους στο νησί, επιβαρύνοντας σε μεγάλο βαθμό τους κατοίκους, που από τα λιγοστά τους έσοδα συνεισέφεραν στη συντήρηση των κρατουμένων. Όταν καθιερώθηκαν οι ελεύθερες εκλογές, πάνω από το 60% του νησιού ψήφιζε κόμματα της αριστερής παράταξης.
Στα χρόνια που ακολούθησαν τον πόλεμο, η οικονομική βοήθεια από τους ελληνο-αμερικανούς συγγενείς βοήθησε στην αντιμετώπιση της φτώχειας που είχε προκαλέσει η ιταλο-γερμανική κατοχή και ο εμφύλιος πόλεμος που ακολούθησε. Τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε επιτέλους να χρηματοδοτήσει έργα κοινής ωφέλειας στην Ικαρία (οδικό δίκτυο, λιμάνι, αεροδρόμιο) ανεβάζοντας το νησί στο επίπεδο άλλων νησιών του Αιγαίου.
Αντώνης Ι. Παπαλάς
Φεστιβάλ Ικαρίας
Αφήστε μια απάντηση